- γεμέλλικος
- γέμελλ||ος, η , ο :
γεμέλλικα αδέρφια — близнецы;
γέννησε γεμέλλικα — она родила двойню
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεμέλλικα αδέρφια — близнецы;
γέννησε γεμέλλικα — она родила двойню
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.